συνηχεῖ — συνηχέω sound together pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνηχέω sound together pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συνηχέω sound together pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνηχέω sound together pres ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφωνος — η, ο / παράφωνος, ον ΝΑ νεοελλ. 1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος 2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος αρχ. 1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με… … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Χέλμχολτς, Χέρμαν Λούντβιχ Φέρντιναντ φον- — (Helmholtz, Πότσνταμ 1821 – Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο 1894). Γερμανός φυσιολόγος και φυσικός. Διδάκτορας της ιατρικής, δίδαξε αρχικά ανατομία και φυσιολογία στα πανεπιστήμια της Βόνης και της Χαϊδελβέργης και κατόπιν (1871) φυσική στο… … Dictionary of Greek